- υπερφαλάγγιση
- ηκύκλωση του ενός άκρου της εχθρικής παράταξης, η υπερκέραση: Ύστερα από την υπερφαλάγγιση παραδόθηκε η εχθρική διμοιρία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υπερφαλάγγιση — η / ὑπερφαλάγγησις, ήσεως, ΝΜΑ και υπερφαλαγγίωσις και ύπερφαλάγγωσις Α [υπερφαλαγγίζω / ὑπερφαλαγγῶ] η επέκταση τής φάλαγγας στρατιωτικής παράταξης για να κυκλωθούν τα άκρα τής εχθρικής, υπερκέραση, περικύκλωση (α. «η υπερφαλάγγιση τών εχθρικών… … Dictionary of Greek
υπεραίρω — ὑπεραίρω ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ὑπεραείρω ΜΑ [αἴρω / ἀείρω] 1. σηκώνω, υψώνω κάτι πάνω από κάτι άλλο 2. μέσ. υπεραίρομαι και ὑπεραίρομαι υπερηφανεύομαι, αλαζονεύομαι νεοελλ. μτφ. υπερεξυψώνω, υπερεπαινώ μσν. αρχ. υπερβαίνω κάτι στο ύψος (α.… … Dictionary of Greek
υπερκέραση — η / ὑπερκέρασις, άσεως, ΝΜΑ, και ὐπερκέρωσις ΜΑ [ὑπερκερῶ] στρ. ελιγμός μάχης κατά τον οποίο οι επιτιθέμενοι προωθούν ορισμένες δυνάμεις τους από τα πλάγια τού κυρίως μετώπου και υπερφαλαγγίζουν τις εχθρικές δυνάμεις, αλλ. υπερφαλάγγιση … Dictionary of Greek
υπερφαλάγγησις — ήσεως, ἡ, ΜΑ βλ. υπερφαλάγγιση … Dictionary of Greek
υπερφαλάγγωσις — ώσεως, ἡ, Α βλ. υπερφαλάγγιση … Dictionary of Greek
υπερφαλαγγίωσις — ώσεως, ἡ, Α βλ. υπερφαλάγγιση … Dictionary of Greek
υπερκέραση — η η υπερφαλάγγιση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)